- λυσσομανώ
- λυσσομάνησα, με πιάνει μανία: Ο βοριάς λυσσομανούσε όλη τη νύχτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λυσσομανώ — άω (Α λυσσομανώ, έω) [λυσσομανής] είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς») 2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα») … Dictionary of Greek
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek
λυσσομάνημα — το [λυσσομανώ] προσβολή από τη νόσο λύσσα ή από μανιώδη κατάσταση … Dictionary of Greek
λυσσομαχώ — άω (Μ λυσσομαχῶ, έω) νεοελλ. λυσσομανώ μσν. μάχομαι με λύσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι)] … Dictionary of Greek
ολομανώ — ὁλομανῶ, έω (Α) λυσσομανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. κακο μανώ] … Dictionary of Greek
λυσσομανάω — (σπάν. λυσσομανώ, παρατατ. ούσα) βλ. πίν. 58 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής